- αζαχάριαστος
- -η, -ο [ζαχαριάζω]1. αυτός που δεν έχει αναμιχθεί με ζάχαρη2. αυτός που δεν τού έπηξε η ζάχαρη, που δεν κρυσταλλώθηκε (συνήθως για γλυκά με σιρόπι).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αζαχάριαστος — αζαχάριαστος, η, ο και αζαχάρωτος, η, ο αυτός που δε ζαχαριάζει, που το ζάχαρό του δεν παθαίνει κρυστάλλωση: Καταφέρνει τα γλυκά της να μένουν αζαχάριαστα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)